Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η διάγνωση

  • 1 διάγνωση

    [диагноси] ουσ. Θ. диагноз.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάγνωση

  • 2 диагноз

    диагноз м η διάγνωση ставить \диагноз κάνω διάγνωση
    * * *
    м
    η διάγνωση

    ста́вить диа́гноз — κάνω διάγνωση

    Русско-греческий словарь > диагноз

  • 3 ставить

    ставить 1) βάζω, τοποθετώ; \ставить что-л. на стол βάζω κάτι πάνω στο τραπέζι; \ставить термометр βάζω το θερμόμετρο 2) (устанавливать) στήνω; \ставить памятник ανεγείρω μνημείο 3) театр, ανεβάζω στη σκηνή, σκηνοθετώ ◇ \ставить диагноз κάνω διάγνωση; \ставить на голосование βάζω σε ψηφοφορία
    * * *
    1) βάζω, τοποθετώ

    ста́вить что-л. на стол — βάζω κάτι πάνω στο τραπέζι

    ста́вить термо́метр — βάζω το θερμόμετρο

    ста́вить па́мятник — ανεγείρω μνημείο

    3) театр. ανεβάζω στη σκηνή, σκηνοθετώ
    ••

    ста́вить диа́гноз — κάνω διάγνωση

    ста́вить на голосова́ние — βάζω σε ψηφοφορία

    Русско-греческий словарь > ставить

  • 4 диагиоз

    диа́ги||оз
    м ἡ διάγνωση [-ις]:
    ставить ·\диагиоз κάνω διάγνωση.

    Русско-новогреческий словарь > диагиоз

  • 5 определить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. καθορίζω, προσδιορίζω•

    определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•

    обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.

    || κάνω διάγνωση•

    определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.

    (μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•

    определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,
    2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•

    определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.

    3. σημειώνω, διαγράφω•

    определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.

    4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.
    5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•

    его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•

    отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.

    1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•

    характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.

    2. προσανατολίζομαι.
    3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•

    -в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•

    определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•

    определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).

    Большой русско-греческий словарь > определить

  • 6 диагноз

    η διάγνωση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диагноз

  • 7 ставить

    1. (в нужное положение) βάζω, τοποθετώ, θέτω, (в вертикальное положение) στήνω 2. (назначать для выполнения какой-л. работы, назначать на какое-л. место должность) διορίζω 3. (приводить в какое-л. положение, состояние) φέρω, οδηγώ 4. (помещать куда-л.) βάζω 5. (укреп-лять, устанавливать, прикреплять и т.п.) βάζω, στήνω, στερεώνω, ανεγείρω
    - на якорь αγκυροβολώ, προσδένω το πλοίο επί των αγκύρων
    6. (производить, осуществлять) βάζω, κάνω, πραγματοποιώ 7. (осуществлять постановку на сцене) ανεβάζω (στη σκηνή) 8. (выдвигать, предлагать) προτείνω, θέτω
    - вопрос θέτω το ζήτημα/θέμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ставить

  • 8 распознавать

    распознавать
    несов, распознать сов διακρίνω, μαθαίνω, (άνα)γνωρίζω, διαγι-γνώσκω:
    \распознавать чьи-л. намерения μαθαίνω τους σκοπούς κάποιου· \распознавать болезнь κάνω διάγνωση τής ἀρρώστειας.

    Русско-новогреческий словарь > распознавать

  • 9 ставить

    ставить
    несов
    1. βάζω, τοποθετώ, θέτω:
    \ставить в ряд βάζω στή σειρά· \ставить что́-л. на стол βάζω κάτι στό τραπέζι·
    2. (компресс и т. п.) ἐπιθέτω, βάζω:
    \ставить кому́-л. банки βάζω κάποιου βεντοῦζες· \ставить термометр βάζω τό θερμόμετρο·
    3. (пьесу и т. п.) ἀνεβάζω ἔργο:
    \ставить о́перу ἀνεβάζω ὄπερα·
    4. (устанавливать) ἀνεγείρω, στήνω:
    \ставить памятник στήνω μνημείο, στήνω ἄγαλμα, ἀνεγείρω ἀνδριάντα· \ставить телефон βάζω τηλέφωνο·
    5. (в игре) ποντάρω· ◊ \ставить диагноз κάνω διάγνωση· \ставить условия θέτω ὅρους· \ставить кого-л. во главе́ чего-л. βάζω κάποιον ἐπί κεφαλής· \ставить вопрос θέτω τό ζήτημα· \ставить под вопрос ἀμφισβητώ, θέτω ὑπό ἀμφισβήτησιν \ставить в трудное положение βάζω σέ δύσκολη θέση· \ставить на голосование βάζω σέ ψηφοφορία, θέτω είς ψηφοφορίαν \ставить свою подпись βάζω τήν ὑπογραφή μου· ни в грош не \ставить кого-л. разг δένΛογαριάζω κάποιον (γιά τίποτα)· \ставить все на карту διακυβεύω τά πάντα, τά παίζω ὅλα γιά ὅλα.

    Русско-новогреческий словарь > ставить

  • 10 диагноз

    [ντιάγκνας] οοσ α διάγνωση

    Русско-греческий новый словарь > диагноз

  • 11 диагноз

    [ντιάγκνας] οοσ α διάγνωση

    Русско-эллинский словарь > диагноз

  • 12 диагноз

    α.
    διάγνωση.

    Большой русско-греческий словарь > диагноз

  • 13 диагностика

    θ.
    διαγνωστική, κλάδος της ιατρικής. || διάγνωση.

    Большой русско-греческий словарь > диагностика

  • 14 диагностировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    (ιατρ.) κάνω διάγνωση, διαγι(γ)νώοκω.

    Большой русско-греческий словарь > диагностировать

  • 15 пальпировать

    -руга, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. δακτυλοψηλαφώ, κάνω διάγνωση ιατρική με δακτυλοψηλαφηση.

    Большой русско-греческий словарь > пальпировать

  • 16 распознавание

    ουδ.
    αναγνώριση•

    распознавание следов αναγνώριση των ιχνών.

    || διάγνωση.

    Большой русско-греческий словарь > распознавание

  • 17 распознать

    ρ.σ.μ.
    1. (ανα)γνωρίζω•

    я его не -ал εγώ δεν τον ανεγνώρισα.

    2. διαγιγνώσκω•

    распознать чужие намерения διαγιγνώσκω τις προθέσεις του άλλου.

    || διακρίνω, ξεχωρίζω.
    3. μαθαίνω, πληροφορούμαι καλά. || κάνω διάγνωση (ιατρική).

    Большой русско-греческий словарь > распознать

  • 18 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

  • 19 угадать

    ρ.σ.
    1. μαντεύω, προεικάζω• προβλέπω• προγινώσκω• угадать μαντεύω τι καιρός θα κάνει. || κάνω διάγνωση•

    он -ал его характер αυτός διέγνωσε, το χαρακτήρα του.

    2. μ. (απλ.) αναγνωρίζω•

    я не -ал его δεν τον ανεγνώρισα.

    3. (απλ.) βρίσκομαι τυχαία κάπου• πέφτω.
    4. (απλ.) βρίσκω, πετυχαίνω (για στόχο).
    5. (απλ.) ευχαριστώ, ικανοποιώ.

    Большой русско-греческий словарь > угадать

  • 20 читка

    θ.
    1. διάβασμα, ανάγνωση.
    2. διάγνωση, μάντευμα από ενδείξεις, σημεία.
    3. φωναχτό διάβασμα•

    коллективная читка газет ομαδικό διάβασμα εφημερίδων.

    Большой русско-греческий словарь > читка

См. также в других словарях:

  • διάγνωση — η ο καθορισμός της αρρώστιας από γιατρό ύστερα από εξέταση: Η σωστή διάγνωση είναι το πρώτο βήμα για τη θεραπεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάγνωση — Η διαδικασία που ακολουθείται για την αναγνώριση της νόσου από την οποία πάσχει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, οι γνώσεις, η πείρα και η οξύνοια του γιατρού συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάλυση και εκτίμηση των δεδομένων, καθώς και της σχέσης που… …   Dictionary of Greek

  • διαγνωσῇ — διαγιγνώσκω know one from the other fut ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνώσῃ — διαγνώσηι , διάγνωσις distinguishing fem dat sg (epic) διαγιγνώσκω know one from the other fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροδιαγνωστική — (Ιατρ.). Η εφαρμογή του ηλεκτρισμού για διαγνωστικούς σκοπούς, κυρίως για την εξέταση μυών και νεύρων. Η εξέταση αυτή επιτρέπει τη μελέτη των αντιδράσεων του νευρομυϊκού συστήματος σε ερεθίσματα με τη βοήθεια συνεχούς ή εναλλασσόμενου ρεύματος.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων …   Dictionary of Greek

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

  • κλινικός — ή, ό (Α κλινικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην κλίνη 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι κλινικοί χριστιανοί τών πρώτων μ. Χ. αιώνων οι οποίοι έπαιρναν το βάπτισμα με ραντισμό στην επιθανάτια κλίνη λόγω τής αντιλήψεως ότι ήταν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»